Μηδέν
Το τίποτα. Παραμένει. Και πάει κι έρχεται, και τραγουδά και
χορεύει, όπως κάτι κατεστραμμένοι νευρώνες που ξεμείναν άχρηστοι και αρκετά
καμένοι. Ένα γυαλισμένο λείο τίποτα ξαπλωμένο στα βράχια, εκεί θα χάζευε τα
αστέρια νομίζοντας πως το καταλαβαίνουν πριν χρόνια. Ένα μαύρο νεκρό τίποτα
καθισμένο στο παγκάκι δίπλα στο περίπτερο, εκεί πρέπει να ήταν που καθόταν
αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, αφού κατάλαβε την ουσία του, πως δεν υπάρχει
τίποτα άλλο πέρα από διαλυμένα κύτταρα, σκορπισμένα τυχαία σε πλατείες και
σοκάκια, που δεν δίνουν δεκάρα τσακιστή για την μεγάλη του ψυχούλα, για το αν
πέθανε ή επιβιώνει, για το αν ένιωσε ποτέ του λύπη ή χαρά, ή έστω πανικό, για
το αν ποτέ θα φύγει σε ξένους κόσμους, μακριά από την άθλια σκιά των
ενοχλητικών, και δίπλα σε ένα αύριο που μάλλον μοιάζει ίσιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου