3/9/21

Κάτι δικό μας

    Ερχόταν το βράδυ και περίμενα με ανυπομονησία ντυμένη την ώρα να φτάσει. Έβγαινα νωρίτερα κάτω στο σπίτι και περίμενα να έρθεις κάνοντας την αδιάφορη και κοιτώντας το κινητό μου ενώ η καρδιά μου χτυπούσε από αγωνία. Το πρώτο πράγμα που μου έλεγες ήταν "τι ωραία που μυρίζεις" και η νύχτα ξεκινούσε. Πάντα εκείνη την ώρα στο ράδιο έπαιζε Bruno Mars και με άφηνες να βάλω ότι θέλω στο ράδιο ενώ χόρευες μαζί μου. Ήταν κάτι δικό μας. Φτάναμε στο ίδιο μαγαζί και στεκόμασταν όρθιοι με τα πλαστικά στο χέρι και δεν πρόσεχα ποτέ ααν γύρω υπήρχε κόσμος. 

    Θυμάμαι όμως την στιγμή που κατάλαβα ότι σε έχω ερωτευτεί. Είχα έρθει να σε βρω μαζί με τους φίλους σου και βγάλαμε εκείνη τη φωτογραφία. Που εγώ το παίζω αδιάφορη και κουλ μέσα στο χάλι μοου κι εσύ με κοιτάς γεμάτος λάμψη. Περπατούσαμε στο στενό της Βαλτετσίου και είπες ότι θα με πας για θερινό σινεμά στο Ριβιέρα καθώς περνούσαμε από μπροστά. Και από εκείνη τη μέρα δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει η βδομάδα για να έρθεις να με πάρεις από το σπίτι και να πάμε οπουδήποτε. 

    Θυμάμαι το πρώτο φιλί. Ήταν από τα καλύτερα της ζωής μου γιατί δεν ξέρω αν το περίμενα. Είχε λίγο τζιν και λίγο από συζητήσεις αλκοολικών στο μαγαζί που πηγαίναμε για κλείσιμο. Μετά με ρώτησες που θέλω να πάμε. Ήθελα απεγνωσμένα να πάω στο Λυκαβηττό μαζί σου. Θύμιζε ταινία του '80 καθώς ανεβαίναμε τα σκαλιά του λόφου, εγώ μπροστά κι εσύ από πίσω και σου πετούσα τα ρούχα μου χωρίς να με νοιάζει αν έρχεται κόσμος. Κι εκείνα τα φιλιά, εκείνο το γέλιο και εκείνα τα λακκάκια σου ήταν μοναδικά. Δεν ήσουν ένας ακόμα. Στο μπαλκόνι του σπιτιού μου βλέποντας τη θέα ειρωνεύτηκα το ρομαντισμό της κατάστασης γιατί δεν ήθελα να νομίζεις οτι είμαι ρομαντική. Και με πήρες αγκαλιά. Καθόμασταν εκεί γυμνοί στο μπαλκόνι και πίναμε ένα ξεχασμένο αφρόδες που είχα στο ψυγείο κοιτάζοντας τα φώτα της πόλης που σε έκαναν να νιώθεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα.

    Θυμάμαι τότε που ήθελα να πάμε στα Εξάρχεια και να πιούμε εκέι μια μπύρα γιατί όλα τα άλλα είχαν κλείσει. Δεν ήθελες αλλά πήγαμε. Γελούσαμε σαν να μην υπάρχει αύριο και ο κόσμος μας κοιτούσε περίεργα. Ήταν από τις μοναδικές φορές που δεν με ένοιαζε απολύτως τίποτα. Μετά με γύρισες σπίτι και μόλις έκλεισα την πόρτα με πήρες τηλέφωνο να σου ανοίξω να μπεις. Δεν πίστευα ποτέ ότι οι άνθρωποι μπορούν και τα κάνουν ακόμα αυτά. Ήσουν ο φίλος μου, ήσουν το άτομο που με έκανε να νιώθω μοναδική και το άτομο που πίστευε στις δυνατότητές μου ακόμα κι όταν εγώ δεν πίστευα. Για λίγο πίστευα ό, τι είχα τα πάντα. 

    Κι εκεί ήταν που έκανα λάθος.

    Μετά χάθηκες, έφυγες και ξεθώριασαν τα πάντα. Δεν ήρθαν ξανά εκείνα τα βράδια που σε περίμενα με ανυπομονισία κάτω από το σπίτι. Άσκοπα σου έστελνα να μάθω αν θα βγούμε και κάθε φορά η καρδιά μου χτυπόυσε με αγονία. Και σιγά σιγά όλα γύρισαν πίσω στο μηδέν. Δεν ήθελα να έρθει το Σαββατοκύριακο γιατί ήμουν μόνη μου. Δεν είχα πια τον φίλο μου. Ήμουν μόνη μου και προσπαθούσα να το παίξω δυνατή και ότι δεν με νοιάζει. Αλλά δεν σταμάτησε να με νοιάζει. Δεν με πήγες ποτέ στο σινεμά. Δεν ξέρω ακόμα τι έκανα λάθος. Μοιάζει λες και ήταν κάτι που φαντάστηκα γιατί ήταν για λίγο. Ήταν για τόσο λίγο που με πονάει να ξέρω ότι ήταν μόνο για τόσο λίγο. Μακάρι να μπορούσες να δεις ότι με νοιάζει. Γιατί βασικά έχασα τον φίλο μου. 

About This Blog

About This Blog

  © Blogger template Brooklyn by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP